- ἱπποκορυστής
- ἱππο-κορυστής (κορύσσω): chariotequipped, chariot-fighter, epith. of the Maeonians and Paeonians, and of individual heroes, Il. 2.1, Il. 24.677.
A Homeric dictionary (Greek-English) (Ελληνικά-Αγγλικά ομηρικό λεξικό). 2010.
A Homeric dictionary (Greek-English) (Ελληνικά-Αγγλικά ομηρικό λεξικό). 2010.
ιπποκορυστής — ἱπποκορυστής, ὁ (Α) 1. αυτός που φοράει περικεφαλαία με χαίτη αλόγου 2. πολεμιστής που μάχεται έφιππος ή πάνω σε άρμα («ἀνέρες ἱπποκορυσταί», Ομ. Ιλ.) 3. επίθ. τών Παιόνων («Παίονας ἱπποκορυστάς», Ομ. Ιλ.). [ΕΤΥΜΟΛ. < ἱππ(ο) * + κορυσ τής… … Dictionary of Greek
Ἱπποκορυστής — masc nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἱπποκορυστής — marshaller masc nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
Ἱπποκορυσταί — Ἱπποκορυστής masc nom/voc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἱπποκορυσταί — ἱπποκορυστής marshaller masc nom/voc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
Ἱπποκορυστῇ — Ἱπποκορυστής masc dat sg (attic epic ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἱπποκορυστῇ — ἱπποκορυστής marshaller masc dat sg (attic epic ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
Ἱπποκορυστήν — Ἱπποκορυστής masc acc sg (attic epic ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἱπποκορυστήν — ἱπποκορυστής marshaller masc acc sg (attic epic ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
Ἱπποκορυστῶν — Ἱπποκορυστής masc gen pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἱπποκορυστῶν — ἱπποκορυστής marshaller masc gen pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)